- ζωικός
- (I)-ή, -ό (AM ζωικός, -ή, -όν) [ζώον]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ζώα («ζωικό βασίλειο»)νεοελλ.1. αυτός που προέρχεται ή παράγεται από τα ζώα2. φρ. α) «ζωικός άνθρακας» — ο άνθρακας που λαμβάνεται από τα οστά τών ζώωνβ) «ζωική κόλλα» — κολλητική ουσία που εξάγεται από το δέρμα, τους τένοντες ή τα οστά τών ζώωνγ) «ζωικό λίπος» — το λίπος που λαμβάνεται από τα ζώα, σε αντιδιαστολή προς το φυτικό λίποςαρχ.1. αυτός που πραγματεύεται περί ζώων2. φρ. «Περὶ ζωϊκῶν» — τίτλος χαμένου έργου τού Αριστοτέλη.————————(II)-ή, -ό (AM ζωϊκός, -ή, -όν) [ζωή]αυτός που ενέχει ζωή, αυτός που ανήκει στον λεγόμενο ενόργανο ή οργανικό κόσμο, έμβιος, ζωτικόςμσν.-αρχ.αυτός που έχει τις ιδιότητες, τις εκδηλώσεις τής ζωής, ζωντανός (α. «ζωϊκή ψυχή», Πορφ.β. «ζωϊκὸν σῶμα», Πορφ.).
Dictionary of Greek. 2013.